ζωστήρι

ζωστήρι
και ζωστάρι, το
ζωνάρι, ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ζωστήρας*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζωστῆρι — Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρι — ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… …   Dictionary of Greek

  • Ζωστῆρ' — Ζωστῆρα , Ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg Ζωστῆρι , Ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg Ζωστῆρε , Ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωστῆρ' — ζωστῆρα , ζωστήρ a warrior s belt masc acc sg ζωστῆρι , ζωστήρ a warrior s belt masc dat sg ζωστῆρε , ζωστήρ a warrior s belt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”